- αδιάστρεπτος
- αδιάστροφος, ος , ον1) не поддающийся искажению, извращению; 2) неразвращённый, неиспорченный; морально устойчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιάστρεπτος — η, ο (Α μόνο το επίρρ.) [διαστρέφω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν υφίσταται διαστρέβλωση ή αλλαγή, αναλλοίωτος, πραγματικός 2. αυτός που δεν υπέστη ή δεν υφίσταται ηθική διαστροφή, ο μη διεφθαρμένος, αδιάφθορος αρχ. επίρρ. ἀδιαστρέπτως… … Dictionary of Greek